ρωμαϊστής

ρωμαϊστής
ο юр. специалист по римскому праву

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρωμαϊστής" в других словарях:

  • ρωμαϊστής — ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ [ῥωμαΐζω] αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς τής αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο αρχ. ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊστής — ο αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς της αρχαίας Ρώμης, ιδιαίτερα με το δίκαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»